υβριδικός
[ivriðiˈkos], υβριδική, υβριδικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
esempi
- υβριδικό αυτοκίνητοουδέτερο | Neutrum, sächlich nHybridautoουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- υβριδικός κινητήραςαρσενικό | Maskulinum, männlich mHybridmotorαρσενικό | Maskulinum, männlich m