τύμπανο
[ˈtimbano]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- τύμπανο μουσ
- Trommelfellουδέτερο | Neutrum, sächlich nτύμπανο ανατομία | Anatomieαναττύμπανο ανατομία | Anatomieανατ