τυφλώνομαι
[tiˈflonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- erblindenτυφλώνομαι χάνω το φως μουτυφλώνομαι χάνω το φως μου
- verblendet werdenτυφλώνομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφτυφλώνομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ