τυπικότητα
[tipiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Typische(s)ουδέτερο | Neutrum, sächlich nτυπικότητατυπικότητα
- Formalitätθηλυκό | Femininum, weiblich fτυπικότητα συμβατικότηταFörmlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fτυπικότητα συμβατικότητατυπικότητα συμβατικότητα
- Pedanterieθηλυκό | Femininum, weiblich fτυπικότητα σχολαστικότητατυπικότητα σχολαστικότητα