τυλιγμένος
[tiliɣˈmenos], τυλιγμένη, τυλιγμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- eingewickeltτυλιγμένος δώρο, πακέτοτυλιγμένος δώρο, πακέτο
- aufgewickeltτυλιγμένος κουλλουριασμένοςτυλιγμένος κουλλουριασμένος
- verwickeltτυλιγμένος μπερδεμένοςτυλιγμένος μπερδεμένος