τρόχισμα
[ˈtroçizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Drillαρσενικό | Maskulinum, männlich mτρόχισμα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφτρόχισμα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ