τρόφιμος
[ˈtrofimos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Insasseαρσενικό | Maskulinum, männlich mτρόφιμος σε φυλακήInsassinθηλυκό | Femininum, weiblich fτρόφιμος σε φυλακήτρόφιμος σε φυλακή
- Internatsschülerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fτρόφιμος σε κολέγιοτρόφιμος σε κολέγιο
- Heimbewohnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fτρόφιμος σε ίδρυματρόφιμος σε ίδρυμα