„τρωκτικός“ τρωκτικός [troktiˈkos], τρωκτική, τρωκτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) nagend nagend τρωκτικός τρωκτικός