τροχόσπιτο
[troˈxospito]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Wohnwagenαρσενικό | Maskulinum, männlich mτροχόσπιτοτροχόσπιτο
- Campingbusαρσενικό | Maskulinum, männlich mτροχόσπιτο αυτοκινούμενοτροχόσπιτο αυτοκινούμενο