τραπεζίτης
[trapeˈzitis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Bankierαρσενικό | Maskulinum, männlich mτραπεζίτης άτομοτραπεζίτης άτομο
- Backenzahnαρσενικό | Maskulinum, männlich mτραπεζίτης δόντιτραπεζίτης δόντι