„τραβιέμαι“: μεσοπαθητικό ρήμα τραβιέμαι [traˈvjeme]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) sich zurückziehen sich zurückziehen (από aus, von) τραβιέμαι αποσύρομαι τραβιέμαι αποσύρομαι esempi τραβιέμαι στην άκρη zur Seite weichen τραβιέμαι στην άκρη τραβιέμαι πίσω zurückweichen τραβιέμαι πίσω