„τρίγωνο“: ουδέτερο τρίγωνο [ˈtriɣono]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Dreieck, Triangel Dreieckουδέτερο | Neutrum, sächlich n τρίγωνο γεωμετρία | Geometrieγεωμ τρίγωνο γεωμετρία | Geometrieγεωμ Triangelαρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f αυστριακή παραλλαγή (εκ-δοχή) | österreichische Varianteösterrουδέτερο | Neutrum, sächlich n τρίγωνο μουσ τρίγωνο μουσ esempi τρίγωνο των Βερμούδων Bermudadreieckουδέτερο | Neutrum, sächlich n τρίγωνο των Βερμούδων