„τρίβω“: μεταβατικό ρήμα τρίβω [ˈtrivo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ψα; -φτηκα; -μμένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) reiben, abreiben, abnutzen, einreiben, zerreiben reiben τρίβω επιφάνεια, μάτια τρίβω επιφάνεια, μάτια abreiben τρίβω βγάζω με την τριβή τρίβω βγάζω με την τριβή abnutzen τρίβω φθείρω τρίβω φθείρω einreiben τρίβω ιατρική | Medizinιατρ κάνω εντριβή τρίβω ιατρική | Medizinιατρ κάνω εντριβή zerreiben τρίβω σκόρδο τρίβω σκόρδο