„τούβλο“: ουδέτερο τούβλο [ˈtuvlo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Backstein, Ziegel Ziegel(stein)αρσενικό | Maskulinum, männlich m τούβλο Backsteinαρσενικό | Maskulinum, männlich m τούβλο τούβλο esempi είναι τούβλο οικείο | umgangssprachlichοικ er/sie ist ein dummer Esel είναι τούβλο οικείο | umgangssprachlichοικ