τοποθετώ
[topoθeˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- aufstellen, hinstellenτοποθετώ βάζωτοποθετώ βάζω
- anstellen, unterbringenτοποθετώ σε θέση εργασίαςτοποθετώ σε θέση εργασίας
- anlegenτοποθετώ χρήματατοποθετώ χρήματα
esempi
- τοποθετώ πλακάκια σε
- τοποθετώ ταπετσαρία σε