τοποθέτηση
[topoˈθetisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Anstellenουδέτερο | Neutrum, sächlich nτοποθέτηση πράγματος σε μια θέσηHinstellenουδέτερο | Neutrum, sächlich nτοποθέτηση πράγματος σε μια θέσηAnbringungθηλυκό | Femininum, weiblich fτοποθέτηση πράγματος σε μια θέσητοποθέτηση πράγματος σε μια θέση
- Anstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fτοποθέτηση σε εργασίαUnterbringungθηλυκό | Femininum, weiblich fτοποθέτηση σε εργασίατοποθέτηση σε εργασία
esempi
- τοποθέτηση θεμελίου λίθουGrundsteinlegungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- τοποθέτηση κεφαλαίωνAnlageθηλυκό | Femininum, weiblich fKapitalanlageθηλυκό | Femininum, weiblich f
- τοποθέτηση κοριώνLauschangriffαρσενικό | Maskulinum, männlich m
nascondi gli esempimostra più esempi