„τοξικός“ τοξικός [toksiˈkos], τοξική, τοξικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) toxisch, giftig toxisch, giftig τοξικός τοξικός esempi τοξική ουσίαθηλυκό | Femininum, weiblich f Giftstoffαρσενικό | Maskulinum, männlich m τοξική ουσίαθηλυκό | Femininum, weiblich f