τηλεφωνώ
[tilefoˈno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς -ησα; -ήθηκα>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- anrufen (σε κάποιον jemanden)τηλεφωνώtelefonieren (σε mit)τηλεφωνώτηλεφωνώ
- zurückrufenτηλεφωνώ τηλεφωνώ κάποιον αφού έχει τηλεφωνήσει πρώτοςτηλεφωνώ τηλεφωνώ κάποιον αφού έχει τηλεφωνήσει πρώτος