τεχνικός
[texniˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, τεχνική, τεχνικόPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- technischτεχνικός σχετικός με την τεχνικήτεχνικός σχετικός με την τεχνική
- geschicktτεχνικός σχετικός με την επιδεξιότητατεχνικός σχετικός με την επιδεξιότητα
esempi
- Fachjargonαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-
- τεχνικός έλεγχοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m αυτοκίνητο | AutoαυτοκInspektionθηλυκό | Femininum, weiblich f
nascondi gli esempimostra più esempi
τεχνικός
[texniˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Technikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fτεχνικόςτεχνικός
esempi
- τεχνικός επίστρωσης πατωμάτωνBodenlegerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
- τεχνικός ήχουTontechnikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
- τεχνικός θέρμανσηςHeizungsmonteurαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
nascondi gli esempimostra più esempi