„ταυτόχρονα“: επίρρημα ταυτόχρονα [tafˈtoxrona]επίρρημα | Adverb adv Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) gleichzeitig, simultan gleichzeitig ταυτόχρονα ταυτόχρονα simultan ταυτόχρονα μεταφράζω ταυτόχρονα μεταφράζω esempi μιλάω ταυτόχρονα durcheinander reden μιλάω ταυτόχρονα