ταράζω
[taˈrazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα; -χτηκα; -γμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- erschütternταράζω συγκλονίζωταράζω συγκλονίζω
- aufwühlenταράζω αναστατώνω ψυχικάταράζω αναστατώνω ψυχικά
- störenταράζω ύπνοταράζω ύπνο