„ταξιδεύω“: αμετάβατο ρήμα ταξιδεύω [taksiˈðevo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-εψα; -εμένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) reisen, verreisen reisen (για nach) ταξιδεύω verreisen ταξιδεύω ταξιδεύω esempi ταξιδεύω με οτοστόπ per Anhalter fahren ταξιδεύω με οτοστόπ ταξιδεύω με το τρένο mit der Bahn fahren ταξιδεύω με το τρένο