τακτοποιώ
[taktopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- τακτοποιώ κανονίζω
- aufräumenτακτοποιώ συγυρίζωτακτοποιώ συγυρίζω
- einräumenτακτοποιώ βιβλίατακτοποιώ βιβλία
- nebeneinander anordnenτακτοποιώ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ παράθυρατακτοποιώ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ παράθυρα