σύνταγμα
[ˈsindaɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Verfassungθηλυκό | Femininum, weiblich fσύνταγμα πολιτική | Politikπολιτσύνταγμα πολιτική | Politikπολιτ
- Regimentουδέτερο | Neutrum, sächlich nσύνταγμα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατσύνταγμα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ