„σύνορο“: ουδέτερο σύνορο [ˈsinoro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n, συνήθως | meistσνθ σύνοραπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Grenze (Staats-)Grenzeθηλυκό | Femininum, weiblich f σύνορο σύνορο