„σωριάζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα σωριάζομαι [soˈrjazome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp <-στηκα; -σμένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) zusammenbrechen zusammenbrechen σωριάζομαι σωριάζομαι