„σχόλιο“: ουδέτερο σχόλιο [ˈsxolio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Kommentar, Anmerkung Kommentarαρσενικό | Maskulinum, männlich m σχόλιο σχόλιο Anmerkungθηλυκό | Femininum, weiblich f σχόλιο παρατήρηση σχόλιο παρατήρηση