συντάσσω
[sinˈdaso]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα; -χτηκα; -γμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- συντάσσω κείμενο
- aufstellen, erstellenσυντάσσω σχέδιο, κατάλογοσυντάσσω σχέδιο, κατάλογο
- aufnehmenσυντάσσω πρακτικάσυντάσσω πρακτικά