συνουσία
[sinuˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Geschlechtsverkehrαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυνουσία νομικός όρος | RechtswesenνομBeischlafαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυνουσία νομικός όρος | Rechtswesenνομσυνουσία νομικός όρος | Rechtswesenνομ