„συνημμένο“: ουδέτερο συνημμένο [siniˈmeno]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Anlage, Anhang Anlageθηλυκό | Femininum, weiblich f συνημμένο για γράμμα συνημμένο για γράμμα Anhangαρσενικό | Maskulinum, männlich m συνημμένο για ηλεκτρονικό γράμμα συνημμένο για ηλεκτρονικό γράμμα