συνηθίζω
[siniˈθizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -σμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- gewöhnen (σε an+αιτιατική | +Akkusativ +akk)συνηθίζω κάποιον σε κάτιangewöhnen (κάτι σε κάποιον jemandem etwas)συνηθίζω κάποιον σε κάτισυνηθίζω κάποιον σε κάτι
- eingewöhnenσυνηθίζω σε νέο περιβάλλονσυνηθίζω σε νέο περιβάλλον
συνηθίζω
[siniˈθizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -σμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- sich gewöhnen (σε an+αιτιατική | +Akkusativ +akk)συνηθίζωσυνηθίζω
- sich eingewöhnenσυνηθίζω σε νέο περιβάλλονσυνηθίζω σε νέο περιβάλλον
- pflegen (να zu)συνηθίζω έχω τη συνήθειασυνηθίζω έχω τη συνήθεια