„συνεχίζω“: μεταβατικό ρήμα συνεχίζω [sineˈçizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) fortsetzen, weiterführen, fortfahren mit fortsetzen, weiterführen συνεχίζω συνεχίζω fortfahren mit συνεχίζω συνεχίζω esempi συνέχισε! nur zu!, immer zu! συνέχισε! συνεχίζω να καταδιώκω weiterverfolgen συνεχίζω να καταδιώκω συνεχίζω να κοιμάμαι weiterschlafen συνεχίζω να κοιμάμαι συνεχίζω να μάχομαι weiterkämpfen συνεχίζω να μάχομαι συνεχίζω να παρακολουθώ weiterverfolgen συνεχίζω να παρακολουθώ nascondi gli esempimostra più esempi