συνδρομητής
[sinðromiˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, συνδρομήτρια [sinðroˈmitria]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Abonnentαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fσυνδρομητήςσυνδρομητής
esempi
- γίνομαι συνδρομητήςabonnieren (σε κάτι etwas)