συνδέομαι
[sinˈðeome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- verknüpft werdenσυνδέομαισυνδέομαι
- in Verbindung stehen (με mit)συνδέομαι επαγγελματικάσυνδέομαι επαγγελματικά
- verbunden werdenσυνδέομαι τηλεφωνικώςσυνδέομαι τηλεφωνικώς
- angeschlossen werdenσυνδέομαι συσκευή σε δίκτυοσυνδέομαι συσκευή σε δίκτυο
- sich nahestehenσυνδέομαι είμαι φίλος με κάποιονσυνδέομαι είμαι φίλος με κάποιον
- liiert sein (με mit)συνδέομαι έχω ερωτικό δεσμόσυνδέομαι έχω ερωτικό δεσμό
- sich einloggenσυνδέομαι ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υσυνδέομαι ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ