„συνασπισμός“: αρσενικό συνασπισμός [sinaspizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Bündnis, Koalition Bündnisουδέτερο | Neutrum, sächlich n συνασπισμός πολιτική | Politikπολιτ Koalitionθηλυκό | Femininum, weiblich f συνασπισμός πολιτική | Politikπολιτ συνασπισμός πολιτική | Politikπολιτ