συναρμολογώ
[sinarmoloˈɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- montieren, zusammenbauenσυναρμολογώσυναρμολογώ
- aufstellenσυναρμολογώ μηχάνημασυναρμολογώ μηχάνημα