συμπλήρωμα
[simˈbliroma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Ergänzungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυμπλήρωμαZusatzαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυμπλήρωμασυμπλήρωμα
- Nachtragαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυμπλήρωμα σε βιβλίοσυμπλήρωμα σε βιβλίο
esempi
- συμπλήρωμα σιδήρου ιατρική | MedizinιατρEisenpräparatουδέτερο | Neutrum, sächlich n