„συμμερίζομαι“: αποθετικό ρήμα | μεταβατικό ρήμα συμμερίζομαι [simeˈrizome]αποθετικό ρήμα | Deponens depμεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) teilen teilen συμμερίζομαι συμμερίζομαι