„συμβολικός“ συμβολικός [simvoliˈkos], συμβολική, συμβολικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) symbolisch symbolisch συμβολικός συμβολικός