„συμβιβάζω“: μεταβατικό ρήμα συμβιβάζω [simviˈvazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) versöhnen, aussöhnen, beilegen miteinander in Einklang bringen versöhnen, aussöhnen συμβιβάζω συμφιλιώνω συμβιβάζω συμφιλιώνω beilegen συμβιβάζω διαφορές συμβιβάζω διαφορές miteinander in Einklang bringen συμβιβάζω διαφορετικές απόψεις συμβιβάζω διαφορετικές απόψεις