συμβατικός
[simvatiˈkos], συμβατική, συμβατικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- konventionellσυμβατικόςσυμβατικός
esempi
- συμβατική ιατρικήθηλυκό | Femininum, weiblich fSchulmedizinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- συμβατική ιατρόςθηλυκό | Femininum, weiblich fSchulmedizinerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- συμβατικός ιατρόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mSchulmedizinerαρσενικό | Maskulinum, männlich m