„συγχίζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα συγχίζομαι [siŋˈçizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) sich, aufregen, sich ärgern sich συγχίζομαι συγχίζομαι aufregen συγχίζομαι ταράζομαι συγχίζομαι ταράζομαι sich ärgern συγχίζομαι οργίζομαι συγχίζομαι οργίζομαι