συγκρούομαι
[siŋˈgruome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-στηκα>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- zusammenstoßenσυγκρούομαισυγκρούομαι
- aufeinanderprallen, feindlich aneinandergeratenσυγκρούομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσυγκρούομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- auffahrenσυγκρούομαι αυτοκίνητο | Autoαυτοκσυγκρούομαι αυτοκίνητο | Autoαυτοκ