„συγκινημένος“ συγκινημένος [siŋgjiniˈmenos], συγκινημένη, συγκινημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) ergriffen, bewegt, gerührt ergriffen, bewegt, gerührt συγκινημένος συγκινημένος