συγκεντρώνω
[siŋgjenˈdrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- sammelnσυγκεντρώνω μαζεύω αποδείξεις, δυνάμειςσυγκεντρώνω μαζεύω αποδείξεις, δυνάμεις
- ansammelnσυγκεντρώνω συναθροίζωσυγκεντρώνω συναθροίζω
- versammelnσυγκεντρώνω ανθρώπουςσυγκεντρώνω ανθρώπους
- einsammelnσυγκεντρώνω μήλα, χαρτιά από το τραπέζισυγκεντρώνω μήλα, χαρτιά από το τραπέζι
- konzentrieren (σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)συγκεντρώνω προσηλώνωσυγκεντρώνω προσηλώνω