„συγγένεια“: θηλυκό συγγένεια [siŋˈgjenia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Verwandtschaft Verwandtschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f συγγένεια συγγένεια esempi έχω συγγένεια verwandt sein (με mit) έχω συγγένεια συγγένεια εξ αίματος Blutsverwandtschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f συγγένεια εξ αίματος