„στρατοπεδεύω“: αμετάβατο ρήμα στρατοπεδεύω [stratopeˈðevo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) lagern lagern στρατοπεδεύω στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ στρατοπεδεύω στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ