„στρατηγός“: αρσενικό στρατηγός [stratiˈɣos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) General, Feldherr Generalαρσενικό | Maskulinum, männlich m στρατηγός στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ Feldherrαρσενικό | Maskulinum, männlich m στρατηγός στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ στρατηγός στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ