„στρατηγικός“ στρατηγικός [stratijiˈkos], στρατηγική, στρατηγικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) strategisch strategisch στρατηγικός στρατηγικός