„στρέφομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα στρέφομαι [ˈstrefome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) sich drehen, sich wenden, sich wenden sich drehen στρέφομαι γυρίζω στρέφομαι γυρίζω sich wenden (προς nach) στρέφομαι κατευθύνομαι στρέφομαι κατευθύνομαι sich wenden (προς an+αιτιατική | +Akkusativ +akk) στρέφομαι απευθύνομαι στρέφομαι απευθύνομαι